Του Δημήτρη Κρεμαστινού
Ο ΝΕΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Παιδείας αποφάσισε και εξήγγειλε ότι ο διάλογος για την Παιδεία με τους ενδιαφερομένους θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί από μηδενική βάση. Το γεγονός αυτό θα ήταν αυτονόητο εάν από μηδενική βάση, προ πενταετίας περίπου, δεν είχε αρχίσει τον ίδιο διάλογο η τότε υπουργός Παιδείας με τους ίδιους φορείς, για να καταλήξει ύστερα από τέσσερα χρόνια στην ψήφιση του γνωστού μεταρρυθμιστικού νόμου για την Παιδεία. Παράλληλα ο Πρωθυπουργός ζήτησε να συζητήσει προ ημερησίας διάταξης στη Βουλή, σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, το θέμα Παιδεία. Η συζήτηση αυτή στερεότυπα και διαχρονικά πολλές φορές έχει επαναληφθεί στο Κοινοβούλιο, χωρίς ποτέ ουσιαστικά να τελεσφορήσει.
Θα έπρεπε κατά συνέπεια να διερωτηθούν οι αρμόδιοι τι απέδωσε εκείνος ο διάλογος από μηδενική βάση, ο οποίος διήρκεσε μία τετραετία.
Μήπως ο νόμος που ψηφίστηκε συνέβαλε στο να λειτουργούν σήμερα καλύτερα τα πανεπιστήμια συγκριτικά με το παρελθόν;
Μήπως έγιναν ορατές από τον κοινό πολίτη οι αλλαγές στην πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;
Μήπως σταμάτησαν οι καταλήψεις και οι ατέλειωτες χαμένες εκπαιδευτικές ώρες;
Μήπως βελτιώθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων μας;
Μήπως σταμάτησαν οι βανδαλισμοί στα πανεπιστήμια ή αποκαταστάθηκε το κύρος των πρυτανικών αρχών και των καθηγητών; Μήπως άρχισαν να διαφαίνονται στο βάθος του ορίζοντα έστω και ψήγματα αξιοκρατικών επιλογών;
Δυστυχώς διαπιστώνεται από όλους μια συνεχής επιδείνωση της συνολικής εικόνας της Παιδείας μας.
Ετσι δικαίως ο καλόπιστος διερωτάται εάν ο διάλογος από μηδενική βάση έχει πιθανότητες να αποδώσει, όταν ακόμα και οι διορισμένοι επικεφαλής του διαλόγου από το υπουργείο Παιδείας διαφωνούν μεταξύ τους επί βασικών θεμάτων. Αραγε οι συνδικαλιστικοί και γενικότερα όλοι οι φορείς που συμμετέχουν στον διάλογο με τον νέο υπουργό θα έχουν νέες, διαφορετικές προτάσεις από εκείνες που υπέβαλαν στην τότε υπουργό Παιδείας εδώ και τέσσερα χρόνια; Ασφαλώς όχι. Αλλωστε οι περισσότεροι φορείς και ορισμένα κόμματα τον αρνήθηκαν τελείως.
Σήμερα το ζητούμενο από όλους είναι το πώς θα μπορέσει το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του να δώσει ποιοτικά καλύτερους αποφοίτους από τις Ανώτατες Σχολές, που να μπορούν να διεκδικήσουν θέσεις στην παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Με απαρχαιωμένα ή ανύπαρκτα οργανογράμματα, με συνεχείς καταλήψεις και ατέλειωτες χαμένες εκπαιδευτικές ώρες, με ανάδειξη στα διοικητικά όργανα όχι των αρίστων αλλά των συναλλασσομένων καθηγητών, πώς θα αποκατασταθούν το κύρος και ο σεβασμός προς τις πρυτανικές και γενικότερα τις διοικητικές αρχές; Ετσι, πώς είναι δυνατόν το πτυ χίο των πανεπιστημίων μας να μεταβληθεί από πτυχίο ανεργίας σε πτυχίο εργασίας, εάν η Παιδεία μας και ειδικότερα τα πανεπιστήμιά μας δεν λειτουργήσουν με νομοθετικό πλαίσιο ανάλογο των καλυτέρων πανεπιστημίων της Ευρώπης;
Ο διάλογος που προτείνει σήμερα ο υπουργός Παιδείας θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα μόνον εάν θέσει στο τραπέζι συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις προς συζήτηση για την πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση με βάση συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα και επιτυχημένο ή επιτυχημένα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Εξυπακούεται και είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να δοθεί το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του ΑΕΠ για την Παιδεία, όπως είναι εξίσου αυτονόητο ότι θα πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους καθηγητές οι αξιοκρατικοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή Παιδεία για τη διάθεση των πόρων, για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων, παράλληλα με την αξιολόγηση των πάντων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ετσι μόνο θα εξαλειφθεί το υφιστάμενο καθεστώς συναλλαγής και σήψης που υπάρχει στην Παιδεία και ειδικότερα στα πανεπιστήμια.
Τέλος, εάν δεν υπάρξει ουσιαστική στήριξη των πραγματικών μεταρρυθμιστικών προτάσεων από τα κόμματα και τους άμεσα ενδιαφερομένους, τότε θα έχει πλέον κάθε λόγο το υπουργείο Παιδείας να ζητήσει με δημοψήφισμα την άποψη του λαού. Γιατί η Παιδεία δεν αφορά μόνο τα κόμματα και τους φορείς αλλά το παρόν και το μέλλον του Εθνους.
*Ο κ. Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός είναι καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Ο ΝΕΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Παιδείας αποφάσισε και εξήγγειλε ότι ο διάλογος για την Παιδεία με τους ενδιαφερομένους θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί από μηδενική βάση. Το γεγονός αυτό θα ήταν αυτονόητο εάν από μηδενική βάση, προ πενταετίας περίπου, δεν είχε αρχίσει τον ίδιο διάλογο η τότε υπουργός Παιδείας με τους ίδιους φορείς, για να καταλήξει ύστερα από τέσσερα χρόνια στην ψήφιση του γνωστού μεταρρυθμιστικού νόμου για την Παιδεία. Παράλληλα ο Πρωθυπουργός ζήτησε να συζητήσει προ ημερησίας διάταξης στη Βουλή, σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, το θέμα Παιδεία. Η συζήτηση αυτή στερεότυπα και διαχρονικά πολλές φορές έχει επαναληφθεί στο Κοινοβούλιο, χωρίς ποτέ ουσιαστικά να τελεσφορήσει.
Θα έπρεπε κατά συνέπεια να διερωτηθούν οι αρμόδιοι τι απέδωσε εκείνος ο διάλογος από μηδενική βάση, ο οποίος διήρκεσε μία τετραετία.
Μήπως ο νόμος που ψηφίστηκε συνέβαλε στο να λειτουργούν σήμερα καλύτερα τα πανεπιστήμια συγκριτικά με το παρελθόν;
Μήπως έγιναν ορατές από τον κοινό πολίτη οι αλλαγές στην πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;
Μήπως σταμάτησαν οι καταλήψεις και οι ατέλειωτες χαμένες εκπαιδευτικές ώρες;
Μήπως βελτιώθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων μας;
Μήπως σταμάτησαν οι βανδαλισμοί στα πανεπιστήμια ή αποκαταστάθηκε το κύρος των πρυτανικών αρχών και των καθηγητών; Μήπως άρχισαν να διαφαίνονται στο βάθος του ορίζοντα έστω και ψήγματα αξιοκρατικών επιλογών;
Δυστυχώς διαπιστώνεται από όλους μια συνεχής επιδείνωση της συνολικής εικόνας της Παιδείας μας.
Ετσι δικαίως ο καλόπιστος διερωτάται εάν ο διάλογος από μηδενική βάση έχει πιθανότητες να αποδώσει, όταν ακόμα και οι διορισμένοι επικεφαλής του διαλόγου από το υπουργείο Παιδείας διαφωνούν μεταξύ τους επί βασικών θεμάτων. Αραγε οι συνδικαλιστικοί και γενικότερα όλοι οι φορείς που συμμετέχουν στον διάλογο με τον νέο υπουργό θα έχουν νέες, διαφορετικές προτάσεις από εκείνες που υπέβαλαν στην τότε υπουργό Παιδείας εδώ και τέσσερα χρόνια; Ασφαλώς όχι. Αλλωστε οι περισσότεροι φορείς και ορισμένα κόμματα τον αρνήθηκαν τελείως.
Σήμερα το ζητούμενο από όλους είναι το πώς θα μπορέσει το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του να δώσει ποιοτικά καλύτερους αποφοίτους από τις Ανώτατες Σχολές, που να μπορούν να διεκδικήσουν θέσεις στην παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Με απαρχαιωμένα ή ανύπαρκτα οργανογράμματα, με συνεχείς καταλήψεις και ατέλειωτες χαμένες εκπαιδευτικές ώρες, με ανάδειξη στα διοικητικά όργανα όχι των αρίστων αλλά των συναλλασσομένων καθηγητών, πώς θα αποκατασταθούν το κύρος και ο σεβασμός προς τις πρυτανικές και γενικότερα τις διοικητικές αρχές; Ετσι, πώς είναι δυνατόν το πτυ χίο των πανεπιστημίων μας να μεταβληθεί από πτυχίο ανεργίας σε πτυχίο εργασίας, εάν η Παιδεία μας και ειδικότερα τα πανεπιστήμιά μας δεν λειτουργήσουν με νομοθετικό πλαίσιο ανάλογο των καλυτέρων πανεπιστημίων της Ευρώπης;
Ο διάλογος που προτείνει σήμερα ο υπουργός Παιδείας θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα μόνον εάν θέσει στο τραπέζι συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις προς συζήτηση για την πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση με βάση συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα και επιτυχημένο ή επιτυχημένα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Εξυπακούεται και είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να δοθεί το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του ΑΕΠ για την Παιδεία, όπως είναι εξίσου αυτονόητο ότι θα πρέπει να γίνουν αποδεκτοί από τους καθηγητές οι αξιοκρατικοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή Παιδεία για τη διάθεση των πόρων, για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων, παράλληλα με την αξιολόγηση των πάντων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ετσι μόνο θα εξαλειφθεί το υφιστάμενο καθεστώς συναλλαγής και σήψης που υπάρχει στην Παιδεία και ειδικότερα στα πανεπιστήμια.
Τέλος, εάν δεν υπάρξει ουσιαστική στήριξη των πραγματικών μεταρρυθμιστικών προτάσεων από τα κόμματα και τους άμεσα ενδιαφερομένους, τότε θα έχει πλέον κάθε λόγο το υπουργείο Παιδείας να ζητήσει με δημοψήφισμα την άποψη του λαού. Γιατί η Παιδεία δεν αφορά μόνο τα κόμματα και τους φορείς αλλά το παρόν και το μέλλον του Εθνους.
*Ο κ. Δημήτριος Θ. Κρεμαστινός είναι καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου