Πρόσφατες εκτιμήσεις για τα προγράμματα αντιμετώπισης της παράνομης εμπορίας και διακίνησης παιδιών (child trafficking) σε επτά χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας διαπιστώνουν πως η έκταση του προβλήματος δεν φαίνεται να υποχωρεί παρά τις καλύτερες δυνατές προσπάθειες από μέρους των κυβερνήσεων, των δωρητών και διεθνών και τοπικών οργανώσεων βοήθειας και πως απαιτείται μια νέα προσέγγιση για να αντιμετωπιστεί όχι μόνο το trafficking παιδιών αλλά επίσης και άλλες σχετικές μορφές κακοποίησης και εκμετάλλευσης.
Η μελέτη της UNICEF, «Trafficking Παιδιών στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία», που δημοσιοποιείται αύριο στο Ουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας και την Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης, διαπιστώνει πως έχουν επιτευχθεί πάρα πολλά στην περιοχή αυτή στον τομέα της προώθησης της διμερούς και διεθνούς συνεργασίας. Υπήρξαν επίσης χωρίς προηγούμενο εξελίξεις στην αναμόρφωση νομοθεσιών και πολιτικών.
Όμως, η μελέτη διαπιστώνει επίσης πως παρά το ότι οι περισσότερες χώρες ανέπτυξαν και προσάρμοσαν νόμους και πολιτικές με κατάλληλο τρόπο, η εφαρμογή τους γενικά υπήρξε ασθενής, εξαιτίας κατά ένα μέρος ανεπάρκειας πόρων, περιορισμένων δυνατοτήτων, κακού συντονισμού ή έλλειψης ηγεσίας.
Ένα από τα κύρια ευρήματα της μελέτης είναι η κατανομή του βαθμού τρωτότητας των παιδιών σε κατηγορίες και η δημιουργία διαφορετικών προγραμμάτων και προσεγγίσεων για κάθε μία από αυτές. Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά η Περιφερειακή Διευθύντρια της UNICEF Ανουπάμα Ράο Σινγχ: «Τώρα έχουμε δεκάδες προγράμματα κατά του trafficking παιδιών στην περιοχή, όμως υπάρχουν επίσης δεκάδες προγράμματα κατά της παιδικής εργασίας, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, της βίας και παραμέλησης αλλά και για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στους εφήβους επίσης. Όμως οι βαθύτερες αιτίες που εκθέτουν τα παιδιά σε κίνδυνο σε αυτές τις καταστάσεις πρέπει πραγματικά να αντιμετωπισθούν ταυτόχρονα παρά η κάθε μια ξεχωριστά.»
Ως αποτέλεσμα οι ίδιες υποδομές και το προσωπικό δικαιοσύνης και κοινωνικής πρόνοιας στις χώρες αυτές είναι γενικά υπεύθυνα για την αντιμετώπιση όλων αυτών των παραβιάσεων της παιδικής προστασίας. Αυτό μοιράζει τους πόρους, επιβαρύνει το ανθρώπινο δυναμικό και δοκιμάζει τις ήδη περιορισμένες δυνατότητες στην προσπάθεια να παρακολουθούνται νέοι νόμοι, κανονισμοί και παρεμφερής όμως διαφορετική εκπαίδευση, διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές.
Οι ίδιοι παράγοντες που κάνουν τα παιδιά ευάλωτα στο trafficking, συμπεριλαμβανομένων της φτώχειας, της διάλυσης της οικογένειας, της έλλειψης ευκαιριών στην εκπαίδευση, των διακρίσεων, της ζήτησης φθηνών εργατικών χεριών ή νυφών και των αυξανόμενων ανισοτήτων μεταξύ και εντός των χωρών, είναι αυτοί που καθιστούν τα παιδιά ευάλωτα σε άλλες μορφές κακοποίησης, βίας και εκμετάλλευσης.
Η μελέτη καταλήγει πως αυτό που χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση είναι η ανάπτυξη εθνικών συστημάτων παιδικής προστασίας εντός των χωρών παρόμοια με τη δημιουργία αποτελεσματικών συστημάτων υγείας πολλές δεκαετίες πριν. Έχοντας μια ολοκληρωμένη, βασισμένη σε σύστημα προσέγγιση για τα προβλήματα των παιδιών στην περιοχή, το trafficking, όπως και άλλες παραβιάσεις, θα μπορεί να προληφθεί πιο αποτελεσματικά.
Οι επτά χώρες που εξετάζει η μελέτη είναι: Κίνα, Ινδονησία, Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Βιετνάμ και Ταϊλάνδη. Μόνο στην τελευταία το 5% των νεογέννητων δηλαδή 50.000 παιδιά το χρόνο δεν καταγράφονται σε ληξιαρχεία με αποτέλεσμα να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να πέσουν θύματα trafficking. Η μελέτη δημοσιεύεται εν όψει Φόρουμ του Ειρηνικού για την Παράνομη Διακίνηση Ατόμων που θα γίνει στο Ουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας από 2-4 Σεπτεμβρίου.
Δείτε την πλήρη έκθεση στο www.unicef.gr
Η μελέτη της UNICEF, «Trafficking Παιδιών στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία», που δημοσιοποιείται αύριο στο Ουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας και την Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης, διαπιστώνει πως έχουν επιτευχθεί πάρα πολλά στην περιοχή αυτή στον τομέα της προώθησης της διμερούς και διεθνούς συνεργασίας. Υπήρξαν επίσης χωρίς προηγούμενο εξελίξεις στην αναμόρφωση νομοθεσιών και πολιτικών.
Όμως, η μελέτη διαπιστώνει επίσης πως παρά το ότι οι περισσότερες χώρες ανέπτυξαν και προσάρμοσαν νόμους και πολιτικές με κατάλληλο τρόπο, η εφαρμογή τους γενικά υπήρξε ασθενής, εξαιτίας κατά ένα μέρος ανεπάρκειας πόρων, περιορισμένων δυνατοτήτων, κακού συντονισμού ή έλλειψης ηγεσίας.
Ένα από τα κύρια ευρήματα της μελέτης είναι η κατανομή του βαθμού τρωτότητας των παιδιών σε κατηγορίες και η δημιουργία διαφορετικών προγραμμάτων και προσεγγίσεων για κάθε μία από αυτές. Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά η Περιφερειακή Διευθύντρια της UNICEF Ανουπάμα Ράο Σινγχ: «Τώρα έχουμε δεκάδες προγράμματα κατά του trafficking παιδιών στην περιοχή, όμως υπάρχουν επίσης δεκάδες προγράμματα κατά της παιδικής εργασίας, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, της βίας και παραμέλησης αλλά και για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στους εφήβους επίσης. Όμως οι βαθύτερες αιτίες που εκθέτουν τα παιδιά σε κίνδυνο σε αυτές τις καταστάσεις πρέπει πραγματικά να αντιμετωπισθούν ταυτόχρονα παρά η κάθε μια ξεχωριστά.»
Ως αποτέλεσμα οι ίδιες υποδομές και το προσωπικό δικαιοσύνης και κοινωνικής πρόνοιας στις χώρες αυτές είναι γενικά υπεύθυνα για την αντιμετώπιση όλων αυτών των παραβιάσεων της παιδικής προστασίας. Αυτό μοιράζει τους πόρους, επιβαρύνει το ανθρώπινο δυναμικό και δοκιμάζει τις ήδη περιορισμένες δυνατότητες στην προσπάθεια να παρακολουθούνται νέοι νόμοι, κανονισμοί και παρεμφερής όμως διαφορετική εκπαίδευση, διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές.
Οι ίδιοι παράγοντες που κάνουν τα παιδιά ευάλωτα στο trafficking, συμπεριλαμβανομένων της φτώχειας, της διάλυσης της οικογένειας, της έλλειψης ευκαιριών στην εκπαίδευση, των διακρίσεων, της ζήτησης φθηνών εργατικών χεριών ή νυφών και των αυξανόμενων ανισοτήτων μεταξύ και εντός των χωρών, είναι αυτοί που καθιστούν τα παιδιά ευάλωτα σε άλλες μορφές κακοποίησης, βίας και εκμετάλλευσης.
Η μελέτη καταλήγει πως αυτό που χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση είναι η ανάπτυξη εθνικών συστημάτων παιδικής προστασίας εντός των χωρών παρόμοια με τη δημιουργία αποτελεσματικών συστημάτων υγείας πολλές δεκαετίες πριν. Έχοντας μια ολοκληρωμένη, βασισμένη σε σύστημα προσέγγιση για τα προβλήματα των παιδιών στην περιοχή, το trafficking, όπως και άλλες παραβιάσεις, θα μπορεί να προληφθεί πιο αποτελεσματικά.
Οι επτά χώρες που εξετάζει η μελέτη είναι: Κίνα, Ινδονησία, Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Βιετνάμ και Ταϊλάνδη. Μόνο στην τελευταία το 5% των νεογέννητων δηλαδή 50.000 παιδιά το χρόνο δεν καταγράφονται σε ληξιαρχεία με αποτέλεσμα να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να πέσουν θύματα trafficking. Η μελέτη δημοσιεύεται εν όψει Φόρουμ του Ειρηνικού για την Παράνομη Διακίνηση Ατόμων που θα γίνει στο Ουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας από 2-4 Σεπτεμβρίου.
Δείτε την πλήρη έκθεση στο www.unicef.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου